- περιήθημα
- περιήθημα, ατος, τό,A that which drains off, drainings, filtrate, Dsc. 1.73, Gal.17(1).983.2 pl., means of purging, τὰ τοῦ παντὸς ὄγκου π. Longin.43.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιήθημα — that which drains off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιήθημα — τὸ, Α το διήθημα, ό,τι απομένει μετά τη διήθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἤθημα (< ἠθῶ «στραγγίζω»)] … Dictionary of Greek
περιηθήματα — περιήθημα that which drains off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)